Έκτακτη Έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων.
Η παρούσα έρευνα αποτελεί μέρος των ερευνών που διεξάγει το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ σε συνεργασία με την εταιρεία MARC για τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση βρίσκονται οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις μετά την σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων. Το ζήτημα της ρευστότητας των επιχειρήσεων που είχε επισημανθεί, στην έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2020, ως το σημαντικότερο πρόβλημα που θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις είναι πλέον εμφανές. Τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα από την κυβέρνηση για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων φαίνεται πως δεν επαρκούν για να καλύψουν την πλειονότητα των επιχειρήσεων που παλεύουν για την επιβίωση τους μέσα σε συνθήκες εξαιρετικά μειωμένης ζήτησης.
Τα κυριότερα ευρήματα της έρευνας που αποτυπώνουν την δυσμενή αυτή κατάσταση είναι τα εξής:
•8 στις 10 επιχειρήσεις (81,7%) δήλωσαν πως ο τζίρος τους ήταν μειωμένος το προηγούμενο διάστημα (μήνα) σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό. Με βάση τα στοιχεία της έρευνας ο μέσος όρος μείωσης του τζίρου είναι 46%.
•2 στις 10 επιχειρήσεις (21,1%) δήλωσαν πως είναι πολύ πιθανό το προσωπικό τους να μειωθεί το επόμενο εξάμηνο, ενώ μόλις το 5% δήλωσε πως θα προχωρήσει σε προσλήψεις. Εκτιμάται, με βάση τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί σήμερα πως μέχρι το τέλους του έτους κινδυνεύουν να χαθούν περίπου 190.000 θέσεις εργασίας.
•1 στις 3 (33,9%) επιχειρήσεις εκφράζουν τον φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητας τους το επόμενο διάστημα.
•Σχεδόν 4 στις 10 επιχειρήσεις (37,2%) δήλωσαν ότι το επόμενο διάστημα δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις
•1 στις 3 επιχειρήσεις (33,4%) δήλωσε ότι το επόμενο διάστημα δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις ασφαλιστικές της υποχρεώσεις.
•Σχεδόν 6 στις 10 (55,1%) επιχειρήσεις είναι λίγο ή καθόλου ικανοποιημένες με τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση για την στήριξη των επιχειρήσεων.
Παρά τα μέτρα που έχει λάβει μέχρι σήμερα η κυβέρνηση για την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας και τον περιορισμό των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης, έχει αρχίσει να προδιαγράφεται και κυρίως να γίνεται αποδεκτό ότι η ελληνική οικονομία δεν θα αποφύγει την βαθιά ύφεση. Τα στοιχεία που προκύπτουν από την παρούσα έρευνα επιβεβαιώνουν την εκτίμηση αυτή.
Φαίνεται πως τα μέτρα και οι μέχρι σήμερα πολιτικές της κυβέρνησης που αποσκοπούν στην ανάσχεση των δυσμενέστερων των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης δεν είναι επαρκώς προσαρμοσμένα στον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της κρίσης, αλλά ούτε και στα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας που στην συντριπτική της πλειοψηφία αποτελείται από μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Επιπλέον, το εύρος των μέτρων δεν επαρκεί για να καλύψει τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού συνόλου που πλήττεται δυσανάλογα από τις οικονομικές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης. Η εκτίμηση ότι η ύφεση αν και βαθιά θα είναι βραχύβια και κατ’ επέκταση σε λίγους μήνες η οικονομία θα επανακάμψει «πιάνοντας το νήμα από εκεί που το άφησε» πιθανότατα δεν θα επιβεβαιωθεί εάν οδηγηθούμε σε κατακρήμνιση της οικονομικής δραστηριότητας και εκτίναξη της ανεργίας.
Σε περιόδους κρίσης, ο ρόλος του κράτους αναδεικνύεται ως αναγκαίος αλλά και αποφασιστικός καθώς ο ιδιωτικός τομέας αντιμετωπίζει τα δικά του αδιέξοδα. Αυτό φάνηκε και στην αντιμετώπιση της πανδημίας με την ανάδειξη του πολύτιμου ρόλου που διαδραμάτισε το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Το ίδιο πρέπει να συμβεί και στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Ο ρόλος του κράτους σε τέτοιες συγκυρίες δεν είναι να εκχωρεί ή, στην καλύτερη περίπτωση, να αναμένει πρωτοβουλίες από τον ιδιωτικό τομέα. Ο ρόλος του είναι, μάλλον, να αναλάβει εκείνες τις δράσεις που δεν είναι σε θέση να αναλάβει ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας.
Σε αυτή την κατεύθυνση χρειάζεται να δημιουργηθεί ένα αρραγές μέτωπο ώστε να προωθηθούν οι αναγκαίες πολιτικές τόσο στο εσωτερικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και για να το πετύχουμε αυτό θα πρέπει όλοι μας να «σκεφτούμε έξω απ’ το προσωπικό και ιδεολογικό μας κουτί».
ΠΗΓΗ: https://www.npress.gr/